απολυμαντηρ

απολυμαντηρ
    ἀπολυμαντήρ
    ἀπο-λῡμαντήρ
    -ῆρος ὅ чистильщик, уборщик
    

δαιτῶν ἀ. Hom. ирон. — уборщик (чужих) блюд, блюдолиз


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απολυμαντηρ" в других словарях:

  • ἀπολυμαντήρ — ἀπολῡμαντήρ , ἀπολυμαντήρ destroyer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • απολυμαντήρας — ο (Α ἀπολυμαντήρ) νεοελλ. συσκευή απολύμανσης αρχ. καταστροφέας, εξολοθρευτής …   Dictionary of Greek

  • ἀπολυμαντῆρα — ἀπολῡμαντῆρα , ἀπολυμαντήρ destroyer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυμαντῆρες — ἀπολῡμαντῆρες , ἀπολυμαντήρ destroyer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»